- Δουλιχιεύς
- Δουλιχιεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δουλιχιεῖς — Δουλιχιεύς masc acc pl Δουλιχιεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δουλιχιῆα — Δουλιχιεύς masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δουλιχιῆος — Δουλιχιεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δουλιχιέως — Δουλιχιέω̆ς , Δουλιχιεύς masc gen sg Δουλιχιεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek